Λέξη: καύση
Σχετικές λέξεις: καύση
καύση νεκρών, καύση βιοαερίου, καύση καλίου στον αέρα, καύση απορριμμάτων, καύση βιομάζας, καύση σκουπιδιών, καύση λίπους, καύση μεθανίου, καύση αμμωνίας, καύση λίπους στην κοιλιά
Συνώνυμα: καύση
ανάφλεξη
Μεταφράσεις: καύση
καύση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
combustion, burning, incineration, combustion of, fired
καύση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
combustión, ardor, ardiente, incendio, quema
καύση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verbrennung, Verbrennung, brennend, Brennen, brenn, brennenden
καύση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incinération, combustion, incendie, brûlant, ardent, brûlure
καύση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
combustione, ardente, incendio, bruciatura, bruciante, di masterizzazione
καύση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
combustão, ardente, queimadura, queima, queima de
καύση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verbranding, brandend, branden, brandende, verbranden
καύση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сгорание, беспорядок, горение, смятение, волнение, сожжение, самовозгорание, сжигание, горения, сжигания, жжение
καύση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forbrenning, brenning, brenn, brennende, brenner, svie
καύση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bränning, förbränning, brännande, brinnande, förbränningen
καύση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
poltto, polttava, polttaminen, palava, polttamisen
καύση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
brænding, afbrænding, brændende, forbrænding, brænder
καύση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hoření, spalování, hořící, pálení, vypalování
καύση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
spalanie, palenie, wypalanie, spalenie, płonący, palący
καύση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
égő, égési, égető, író, égés
καύση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanan, yanma, yazma, yakma, yakıcı
καύση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безладдя, горіння, заворушення, сум'яття, спалювання, спалення
καύση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përvëlues, djegia, djegie, djegia e, djegien
καύση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изгаряне, горене, изгарянето, изгаряне на, парене
καύση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спальванне, спальвання, спальваньне, да спальвання
καύση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
põlemine, põletamine, põletamise, põlemise, põletustunne, põletamist
καύση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
oksidacija, sagorijevanje, upala, spaljivanje, gori, spaljivanja, koji gori, spaljivanjem
καύση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brennsla, brennandi, brennslu, bruni, bruna, Sviði
καύση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
deginimas, degimo, deginimo, deginant, deginti
καύση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
degšana, dedzināšana, degšanas, sadedzināšana, dedzināšanas
καύση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
горење, согорување, гори, палење, согорувањето
καύση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ardere, arderea, de ardere, arsură, de arsură
καύση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
gorenja, pekoč, kurjenje, pekoč občutek, gorenje
καύση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
horiace, horiaci, horiacej, horiacu, horiaca