Нежизнеспособный στα ελληνικά

Μετάφραση: нежизнеспособный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανίκανος, ανήμπορος, αδύναμος, ασύμφορη, ασύμφορες, μη βιώσιμες, μη βιώσιμη, μη βιώσιμο
Нежизнеспособный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • взрослеть στα ελληνικά - αρμόζω, γίνομαι, ώριμος, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
  • воскресный στα ελληνικά - Κυριακή, Κυριακής, της Κυριακής, την Κυριακή
  • гормональный στα ελληνικά - ορμονικές, ορμονική, ορμονικά, ορμονικών, ορμονικής
  • ездок στα ελληνικά - αναβάτης, ποδηλάτης, καβαλάρης, αναβάτη, οδηγό, οδηγός
Τυχαίες λέξεις
Нежизнеспособный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανίκανος, ανήμπορος, αδύναμος, ασύμφορη, ασύμφορες, μη βιώσιμες, μη βιώσιμη, μη βιώσιμο