Λέξη: ιερέας
Σχετικές λέξεις: ιερέας
ιερέας συνελήφθη, ιερέας εξαπατούσε άνεργους τάζοντάς τους δουλειά, ιερέας ανατολικής εκκλησίας, ιερέας ξεσαλώνει μέσα στην εκκλησία, ιερέας έπνιξε μωρό στην κολυμπήθρα, ιερέας ονειροκρίτης, ιερέας ελάτε χωρίς εσώρουχα, ιερέας εξαπατούσε ανέργους, ιερέας άνιος, ιερέας αντώνιος παπανικολάου
Συνώνυμα: ιερέας
παπάς, πατήρ, εφημέριος, υπουργός, λειτουργός, πρεσβευτής
Μεταφράσεις: ιερέας
ιερέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
minister, chaplain, priest, a priest, priest of
ιερέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ministro, capellán, capellán de, capellán del, el capellán, capellan
ιερέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pastor, minister, geistliche, pfarrer, gesandte, gesandter, Kaplan, Pfarrer, Seelsorger
ιερέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pasteur, spirituel, ecclésiastique, ambassadeur, vicaire, ministre, prêtre, ministériel, chapelain, aumônier, l'aumônier, aumônier de, aumôniers
ιερέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
parroco, ministro, cappellano, il cappellano, cappellano del, cappellano di
ιερέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ministro, mineração, capelão, capelão do, capelão da, o capelão, capelã
ιερέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
minister, bewindsman, dominee, kapelaan, aalmoezenier, chaplain, kapelaan van, de Kapelaan van
ιερέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
священник, посланник, пастор, советник, церковнослужитель, министр, капеллан, капелланом, священником, капеллана
ιερέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
minister, statsråd, kapellan, prest, presten
ιερέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
statsråd, minister, kaplan, prästen, präst, kaplanen
ιερέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ministeri, kirkkoherra, pappismies, pappi, kappalainen, Chaplain, kappalaisen, Le Chaplain
ιερέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sognepræst, minister, præst, kapellan, feltpræst, Kapellanen, præsten
ιερέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pastor, ministr, duchovní, vyslanec, kněz, kaplan, kaplanem, kaplana, kurát
ιερέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pastor, minister, poseł, kapelan, kapelanem, kapelana, duszpasterz, duszpasterzem
ιερέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lelkipásztor, miniszter, káplán, lelkész, lelkészt, káplánja, lelkészi
ιερέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bakan, papaz, papazı, chaplain, papazın, din görevlisi
ιερέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зменшуватися, зменшуватись, меншати, зменшувати, капелан
ιερέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ministër, kapelan, prift, kapelan i, kapelanin, Cappllano
ιερέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пастор, капелан, свещеник, капеланът, капелана, военен свещеник
ιερέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
каплан, капелан, капелана
ιερέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaimulik, minister, kaplan, kaplaniteenistuse, kaplaniga, kaplani
ιερέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svećenik, pomagati, služiti, nuncije, ministar, kapelan, duhovnik, kapelana, kapelan je
ιερέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prestur, Chaplain
ιερέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
klebonas, kunigas, pastorius, ministras, kapelionas, Chaplain, kapelionu, kapelionui, Koplyčia
ιερέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
garīdznieks, ministrs, kapelāns, kapelānu, kapelāna
ιερέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
министерот, капелан, свештеник, старешина
ιερέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ministru, vicar, capelan, preot, capelanul, chaplain, de capelan
ιερέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
fara, kaplan, kaplana, kurat, kaplanom, Kapelan
ιερέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vyslanec, minister, kňaz, kaplán, Kaplan, Kaplana, duchovný správca, kaplánom
Στατιστικά δημοτικότητας: ιερέας
Τυχαίες λέξεις