Неистовствовать στα ελληνικά

Μετάφραση: неистовствовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λυσσομανώ, μανία, ράμπα, φουντώνω, οργή, σχίζω, σκίζω, ενθουσιώδης, δάκρυ, διθυραμβικός, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη
Неистовствовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • акциденция στα ελληνικά - δουλειά, ένα ατύχημα, ατύχημα, ατυχήματος, τυχαίο, κάποιο ατύχημα
  • амальгамирование στα ελληνικά - ένωση, συγχώνευση, συγχώνευσης, συνένωση, αμάλγαμα, τη συγχώνευση
  • валки στα ελληνικά - κύλινδροι, οδοστρωτήρες, κυλίνδρους, κυλίνδρων, ρολά
  • верчение στα ελληνικά - στριφογυρίζω, γνέθω, περιστρέφομαι, παίζω, γυρίζω, κλώθω
Τυχαίες λέξεις
Неистовствовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λυσσομανώ, μανία, ράμπα, φουντώνω, οργή, σχίζω, σκίζω, ενθουσιώδης, δάκρυ, διθυραμβικός, τρέχω, Rampage, έξαλλη συμπεριφορά, έξαλλη