Неминуемо στα ελληνικά
Μετάφραση: неминуемо, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бассейн στα ελληνικά - ζωγραφίζω, τραβώ, πισίνα, επισύρω, λιμνούλα, λεκάνη, έλκω, ...
- вожделенный στα ελληνικά - επιθυμητό, επιθυμητή, επιθυμητά, επιθυμητού, επιθυμείται
- воспретить στα ελληνικά - αποκρύπτω, αποκλεισμός, μπαρ, καταστέλλω, εμποδίζω, κάγκελο, αρνησικυρία, ...
- детерминизм στα ελληνικά - αιτιοκρατία, ντετερμινισμού, ντετερμινισμό, ντετερμινισμός, αιτιοκρατίας
Τυχαίες λέξεις
Неминуемо στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο
Μεταφράσεις: αναπόφευκτα, αναγκαστικά, αναπόφευκτο