Необстоятельный στα ελληνικά
Μετάφραση: необстоятельный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιφανειακός, επιπόλαιος, δεν, όχι, μην, μη, που δεν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- антрополог στα ελληνικά - ανθρωπολόγος, ανθρωπολόγο, ανθρωπολόγου, ο ανθρωπολόγος, η ανθρωπολόγος
- бикарбонат στα ελληνικά - διττανθρακικό, όξινο ανθρακικό, όξινο, διττανθρακικού, όξινου ανθρακικού
- вкусить στα ελληνικά - δαγκώνω, δάγκωμα, τσίμπημα, γεύση, γεύσης, γούστο, τη γεύση, ...
- волынка στα ελληνικά - πίπα, αυλός, σωλήνας, γκάιντα, γκάιντες, bagpipes, οι γκάιντες, ...
Τυχαίες λέξεις
Необстоятельный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιφανειακός, επιπόλαιος, δεν, όχι, μην, μη, που δεν
Μεταφράσεις: επιφανειακός, επιπόλαιος, δεν, όχι, μην, μη, που δεν