Неоживленный στα ελληνικά
Μετάφραση: неоживленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπεδος, διαμέρισμα, άψυχος, άψυχα, άψυχο, άψυχων, άψυχη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- виннипег στα ελληνικά - Γουίνιπεγκ, Winnipeg, Γούνιπεγκ
- выносящий στα ελληνικά - απαγωγές, φυγόκεντρων, απαγωγός, efferent, φυγόκεντρα
- группировка στα ελληνικά - όμιλος, σύμπλεγμα, ομάδα, φατρία, συγκρότημα, ομαδοποίηση, ομίλου, ...
- ерепениться στα ελληνικά - κλοτσώ, γουρουνότριχα, τριχών, τρίχες, τρίχα, τρίχας
Τυχαίες λέξεις
Неоживленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπεδος, διαμέρισμα, άψυχος, άψυχα, άψυχο, άψυχων, άψυχη
Μεταφράσεις: επίπεδος, διαμέρισμα, άψυχος, άψυχα, άψυχο, άψυχων, άψυχη