Неприкрепленный στα ελληνικά

Μετάφραση: неприкрепленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυτεξούσιος, τσάμπα, δωρεάν, ασύνδετος, αδέσμευτος, μη προσαρμοσμένες, μη προσαρμοσμένη, μη στερεωμένα
Неприкрепленный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • аквамарин στα ελληνικά - ακουαμαρίνης, γαλαζοπράσινα, γαλαζοπράσινη, ακουαμαρίνα, γαλαζοπράσινο
  • благовоспитанный στα ελληνικά - ευγενικός, εκλεπτυσμένη, ξεπεσμένου, ευγενής, ευγενή
  • болгарин στα ελληνικά - Βούλγαρος, βουλγαρική, Βουλγαρικά, βουλγαρικής, βουλγαρικές
  • вытираться στα ελληνικά - ξηρός, στεγνός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε, ...
Τυχαίες λέξεις
Неприкрепленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυτεξούσιος, τσάμπα, δωρεάν, ασύνδετος, αδέσμευτος, μη προσαρμοσμένες, μη προσαρμοσμένη, μη στερεωμένα