Нечистоплотный στα ελληνικά

Μετάφραση: нечистоплотный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βρώμικος, σκιερός, λερωμένος, ύποπτος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
Нечистоплотный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • активный στα ελληνικά - ενεργητικός, ενεργός, ευμενής, ευνοϊκός, δραστήριος, συνταρακτικός, ακμαίος, ...
  • амплитуда στα ελληνικά - πλάτος, εύρος, πλάτους, εύρους, το πλάτος
  • безраздельно στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
  • ввезти στα ελληνικά - εισάγω, εισαγωγή, εισαγωγής, την εισαγωγή, εισαγωγών, εισαγωγές
Τυχαίες λέξεις
Нечистоплотный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βρώμικος, σκιερός, λερωμένος, ύποπτος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες