Ноль στα ελληνικά
Μετάφραση: ноль, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τίποτα, μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бескорыстие στα ελληνικά - ανιδιοτέλεια, αφιλοκέρδεια, ανιδιοτελώς, η ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας
- ветвистый στα ελληνικά - branchy, κλαδιά
- гайка-барашек στα ελληνικά - πεταλούδα, παξιμάδι τύπου πεταλούδας, περικόχλιο τύπου πεταλούδας, περικόχλιο με πτερύγια, πεταλούδας
- гноиться στα ελληνικά - υπόθεση, ύλη, θέμα, νοιάζομαι, κρυφοκαίω, κακοφορμίζω, εμπυάζω, ...
Τυχαίες λέξεις
Ноль στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τίποτα, μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού
Μεταφράσεις: τίποτα, μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού