Номинальный στα ελληνικά
Μετάφραση: номинальный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ονομαστικός, επίσημος, βαθμολογια, Rated, Βαθμολογικά, σε βαθμολογια, Βαθμολογίες Τα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бойкость στα ελληνικά - προθυμία, κέφι, ευχέρεια, ζωντάνια, ευκολία, γρηγοράδα, ανειλικρινής πολυλογία, ...
- боярин στα ελληνικά - Boyar, βογιάρο, βογιάρου, βογιάρους, τους βογιάρους
- выдаваться στα ελληνικά - εξέχω, βλέμμα, φαίνομαι, εμφάνιση, προβάλλω, συμβαίνω, διαδραματίζω, ...
- дезинформировать στα ελληνικά - παραπλανώ, πληροφορώ κακώς, παραπληροφορούν, παραπλανούν, παραπληροφορήσει, παραπληροφόρηση
Τυχαίες λέξεις
Номинальный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ονομαστικός, επίσημος, βαθμολογια, Rated, Βαθμολογικά, σε βαθμολογια, Βαθμολογίες Τα
Μεταφράσεις: ονομαστικός, επίσημος, βαθμολογια, Rated, Βαθμολογικά, σε βαθμολογια, Βαθμολογίες Τα