Λέξη: συλλογικά
Σχετικές λέξεις: συλλογικά
συλλογικά όργανα δημοσίου, συλλογικά όργανα οτα, συλλογικά δίκτυα διαχείρισης νερού, συλλογικά όργανα διοίκησης, συλλογικά ουσιαστικά, συλλογικά όργανα περιφέρειας, συλλογικά μέτρα προστασίας, συλλογικά κυβερνητικά όργανα, συλλογικά σήματα, συλλογικά συστήματα εναλλακτικής διαχείρισης
Μεταφράσεις: συλλογικά
συλλογικά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
collectively, collective, jointly, the collective
συλλογικά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colectivamente, colectiva, conjunto, en conjunto, forma colectiva
συλλογικά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kollektives, insgesamt, zusammen, gemeinsam, kollektiv, zusammenfassend, zusammengefasst
συλλογικά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
concurremment, collectivement, collective, ensemble, collectif
συλλογικά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
collettivamente, insieme, collettivo, collettiva, congiuntamente
συλλογικά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coletivamente, colectivamente, em conjunto, colectiva, coletiva
συλλογικά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
collectief, gezamenlijk, samen, collectieve
συλλογικά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
коллективно, вместе, совместно, совокупности, в совокупности
συλλογικά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kollektivt, samlet, sammen, fellesskap, i fellesskap
συλλογικά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kollektivt, tillsammans, gemensamt, sammantaget, kollektiv
συλλογικά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhdistettynä, kollektiivisesti, yhdessä, yhteisesti, yhtenä ryhmänä, ryhmänä
συλλογικά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kollektivt, samlet, tilsammen, ét, under et
συλλογικά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hromadně, kolektivně, společně, souhrnně, kolektivní
συλλογικά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wspólnie, zbiorowo, łącznie, zbiorczo, kolektywnie
συλλογικά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
együttesen, kollektíven, közösen, kollektív, együtt
συλλογικά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplu olarak, toplu, topluca, kolektif, kollektif
συλλογικά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
колективно, коллективно, суспільно
συλλογικά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kolektivisht, kolektive, bashku, së bashku, mënyrë kolektive
συλλογικά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колективно, събирателно, заедно, общо, съвместно
συλλογικά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
калектыўна
συλλογικά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kollektiivselt, ühiselt, koos, üheskoos, kollektiivne
συλλογικά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zajedničko, kolektivno, zajedno, skupno, zajednički, skupnoj
συλλογικά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sameiginlega, saman, sameiningu, í sameiningu, samanlagt
συλλογικά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kartu, kolektyviai, apibendrinant, bendrai, drauge
συλλογικά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kopīgi, kolektīvi, kopā, kopumā, kolektīvā
συλλογικά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колективно, заедно, збирно, заеднички, колективно да
συλλογικά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
în colectiv, colectiv, mod colectiv, împreună, în mod colectiv
συλλογικά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skupaj, kolektivno, skupinsko, skupno, kolektivni
συλλογικά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kolektívne, spoločne, kolektívnym, kolektívnym spôsobom, na kolektívne
Τυχαίες λέξεις