Норма στα ελληνικά
Μετάφραση: норма, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχή, ιθύνω, περιορίζω, κανόνας, αναλογία, αποφασίζω, βασιλεύω, πρότυπο, βαθμός, νόρμα, σημαίνω, σημειώνω, τιμή, κανόνα, στόχου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- выборка στα ελληνικά - δείγμα, δείγματος, του δείγματος, δειγμάτων, το δείγμα
- госстрах στα ελληνικά - κρατίδιο, κράτος, κρατική, κατάσταση, κρατικών, κρατικές
- гроза στα ελληνικά - τρικυμία, συμφορά, τρόμος, κίνδυνος, όλεθρος, καταστροφή, καταιγίδα, ...
- дозаправиться στα ελληνικά - εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
Τυχαίες λέξεις
Норма στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχή, ιθύνω, περιορίζω, κανόνας, αναλογία, αποφασίζω, βασιλεύω, πρότυπο, βαθμός, νόρμα, σημαίνω, σημειώνω, τιμή, κανόνα, στόχου
Μεταφράσεις: αρχή, ιθύνω, περιορίζω, κανόνας, αναλογία, αποφασίζω, βασιλεύω, πρότυπο, βαθμός, νόρμα, σημαίνω, σημειώνω, τιμή, κανόνα, στόχου