Нос στα ελληνικά
Μετάφραση: нос, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίσχος, μύτη, στέλεχος, στείρα, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος
Μεταφράσεις
- бесполезный στα ελληνικά - αδρανής, άγονος, αργόσχολος, ξιπασμένος, τεμπέλης, ανωφελής, εγωκεντρικός, ...
- воинственный στα ελληνικά - πολεμικός, μαχητικός, φιλοπόλεμος, εριστικός, επιθετικός, πολεμοχαρής, πολεμικές, ...
- домочадцы στα ελληνικά - οικιακός, οικογένεια, σπιτικό, σπίτι, νοικοκυριό, οικιακών, νοικοκυριού, ...
- езда στα ελληνικά - οδήγηση, βόλτα, ατραξιόν, οδηγώ, ιππεύω, ιππασία, οδήγησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Нос στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίσχος, μύτη, στέλεχος, στείρα, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος
Μεταφράσεις: μίσχος, μύτη, στέλεχος, στείρα, μύτης, τη μύτη, της μύτης, ρύγχος