Нотифицировать στα ελληνικά

Μετάφραση: нотифицировать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ειδοποιώ, γνωστοποιώ, κοινοποιεί, γνωστοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, κοινοποιήσει
Нотифицировать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • брюки στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, περισκελίδα, παντελόνι, παντελόνια, εσώρουχα, το παντελόνι, ...
  • водородный στα ελληνικά - υδρογόνο, υδρογόνου, του υδρογόνου, το υδρογόνο, όξινο
  • вычистить στα ελληνικά - εκκενώνω, καθαρός, καθαρό, καθαρά, καθαρή, καθαρές
  • голубчик στα ελληνικά - περιστέρι, ζάχαρη, η αγάπη μου, αγάπη μου
Τυχαίες λέξεις
Нотифицировать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ειδοποιώ, γνωστοποιώ, κοινοποιεί, γνωστοποιεί, κοινοποιούν, ειδοποιεί, κοινοποιήσει