Нёбо στα ελληνικά

Μετάφραση: нёбо, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουρανίσκος, υπερώα, γαλανός, κυανός, γαλάζιος, ουρανός, ουρανό, ουρανού, του ουρανού
Нёбо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • беспрецедентный στα ελληνικά - πρωτοφανής, άνευ προηγουμένου, πρωτοφανή, χωρίς προηγούμενο, πρωτοφανείς
  • булочник στα ελληνικά - φούρναρης, αρτοποιός, Baker, αρτοποιού, Μπέικερ
  • властвовать στα ελληνικά - κυριαρχώ, κανόνας, δεσπόζω, βασιλεία, επικρατώ, υπερισχύω, αποφασίζω, ...
  • дифирамб στα ελληνικά - διθύραμβος, διθύραμβο, διθυράμβους, διθυράμβου, διθυραμβοποιός
Τυχαίες λέξεις
Нёбо στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουρανίσκος, υπερώα, γαλανός, κυανός, γαλάζιος, ουρανός, ουρανό, ουρανού, του ουρανού