Обваливаться στα ελληνικά

Μετάφραση: обваливаться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θρυμματίζω, σωριάζομαι, πέφτω, εκπίπτω, πτώση, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, την κατάρρευση, η κατάρρευση
Обваливаться στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бурчание στα ελληνικά - αποπαίρνω, γκρίνια, γκρίνιας, ενοχλήματα, νοοτροπίες μεμψιμοιρίας, γκρινιάζοντας
  • глазированный στα ελληνικά - στιλπνός, γυαλιστερός, τζάμια, τζάμι, εφυαλωμένα, τζάμια στα, παράθυρα
  • дичиться στα ελληνικά - είναι, να είναι, να, ήταν
  • еврей στα ελληνικά - εβραίος
Τυχαίες λέξεις
Обваливаться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θρυμματίζω, σωριάζομαι, πέφτω, εκπίπτω, πτώση, καταρρέω, κατάρρευση, κατάρρευσης, την κατάρρευση, η κατάρρευση