Обвинить στα ελληνικά

Μετάφραση: обвинить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενοχοποιώ, φροντίδα, κατηγορία, κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Обвинить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вычисление στα ελληνικά - εκτίμηση, αξιολόγηση, υπολογισμό, υπολογισμός, υπολογισμού, τον υπολογισμό, υπολογισμού που
  • гончарная στα ελληνικά - αγγειοπλαστική, κεραμικά, κεραμική, κεραμικής, αγγειοπλαστικής
  • гроулер στα ελληνικά - γκρινιάρης, βομβητής, μικρό όγκο πάγου, όγκο πάγου
  • живчик στα ελληνικά - zinger
Τυχαίες λέξεις
Обвинить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενοχοποιώ, φροντίδα, κατηγορία, κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν