Обегать στα ελληνικά

Μετάφραση: обегать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τηλεφωνώ, τρέχω, κλήση, obegat
Обегать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • виновный στα ελληνικά - εγκληματίας, ένοχος, ένοχοι, ένοχο, ένοχη, ενοχή
  • демонстративный στα ελληνικά - αιχμηρός, μυτερός, εμφατικός, εκδηλωτικός, επιδεικτικών, επιδεικτική, επιδεικτικό, ...
  • доходный στα ελληνικά - πληρωτέος, επικερδής, κερδοφόρος, κερδοφόρα, κερδοφόρες, επικερδείς
  • единокровный στα ελληνικά - συγγενής, ομομίκτες, ομομικτικό, όμαιμος
Τυχαίες λέξεις
Обегать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τηλεφωνώ, τρέχω, κλήση, obegat