Обездоленный στα ελληνικά
Μετάφραση: обездоленный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πενιχρός, δυστυχής, κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, άπορος, άποροι, άπορους, άπορα, εξαθλιωμένους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- актировать στα ελληνικά - χρώμα, χρώματος, το χρώμα, χρωμάτων, έγχρωμη
- водник στα ελληνικά - αγωγός, μαέστρος, αγωγού, αγωγό, του αγωγού
- дошить στα ελληνικά - περατώνω, τέλος, τελειώνω, τερματισμός, doshit
- жилкование στα ελληνικά - φλέβωση, venation
Τυχαίες λέξεις
Обездоленный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πενιχρός, δυστυχής, κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, άπορος, άποροι, άπορους, άπορα, εξαθλιωμένους
Μεταφράσεις: πενιχρός, δυστυχής, κακόμοιρος, άθλιος, χάλια, ελεεινός, άπορος, άποροι, άπορους, άπορα, εξαθλιωμένους