Λέξη: δυνατός

Σχετικές λέξεις: δυνατός

δυνατός συνώνυμα, δυνατός πονοκέφαλος, δυνατός καφές, δυνατός πόνος στο στομάχι, δυνατός βήχας, δυνατός άνεμος, δυνατός χαρακτήρας, δυνατός άνεμος αναποδογυρίζει φορτηγό, δυνατός και αδύνατος τύπος προσωπικής αντωνυμίας

Συνώνυμα: δυνατός

εύρωστος, σφρίγων, ρωμαλέος, ισχυρός, δραστικός, ικανός, γερός, ανδροπρεπής, ανδρικός, έντονος, σφοδρός, μυώδης, μυϊκός, ζωηρός, σθεναρός, δραστήριος, σχίζων, εκτελεστός, κατορθωτός, εφαρμόσιμος, διαβατός

Μεταφράσεις: δυνατός

δυνατός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mighty, strong, vigorous, powerful, possible, possible to

δυνατός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sólido, fuerte, pujante, vigoroso, macizo, potente, poderoso, posible, sea posible, posibles, es posible, puede

δυνατός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
energisch, stark, kräftig, dauerhaft, wirksam, massiv, gewaltig, haltbar, mächtig, kraftvoll, muskulös, unangreifbar, wirkungsvoll, kampfstark, machtvoll, fest, möglich, mögliche, möglichen, möglichst

δυνατός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
consistant, salement, influent, fort, expressif, vital, formidable, robuste, gaillard, massif, solide, ferme, puissant, énergique, truculent, imprenable, possible, possibles, peut, du possible

δυνατός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
consistente, valido, vigoroso, massiccio, saldo, forte, poderoso, compatto, energico, robusto, possente, solido, potente, possibile, possibili, possibilità, eventuale

δυνατός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vigília, são, sólido, poderoso, forte, poder, potente, possível, possíveis, eventual, possibilidade

δυνατός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
massief, deugdelijk, krachtig, hecht, hevig, machtig, zwaar, gedegen, sterk, gespierd, geducht, fiks, mogelijk, mogelijke, mogelijk is, eventuele, kan

δυνατός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
бодрый, энергичный, растущий, громадный, веский, могущественный, значительный, твердый, мощный, могучий, грандиозный, неразведенный, крепкий, сильнодействующий, цепкий, хороший, возможный, возможное, можно, возможно, возможным

δυνατός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kraftig, sterk, massiv, mektig, fast, mulig, er mulig, mulige, tilgjengelig, kan

δυνατός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stark, mäktig, gedigen, kraftig, solid, stadig, fast, väldig, möjligt, möjliga, möjlig, är möjligt, kan

δυνατός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tehokas, kukkea, jykevä, riski, voimakas, valloittamaton, terhakka, tuhti, vaikutusvaltainen, vahva, iso, tukeva, mahtava, väkevä, vireä, roteva, mahdollinen, mahdollista, mahdollisimman, mahdollisia, mahdolliset

δυνατός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stærk, muligt, mulig, mulige, er muligt, mulighed

δυνατός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rázný, mohutný, účinný, silný, silně, energický, vlivný, vitální, výrazný, statný, ohromný, mocný, pevný, energicky, výkonný, živý, možný, možné, možno, lze, možná

δυνατός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ważny, wszechmocny, potężne, twardy, intensywny, solidny, huk, żywotny, wpływowy, potężny, ogromny, możny, wielce, przepotężny, mocny, dobitny, możliwy, możliwe, można, to możliwe, możliwość

δυνατός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tekintélyes, lehetséges, lehető, lehetővé, lehet, esetleges

δυνατός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
katı, kuvvetli, sağlam, devamlı, berk, sıkı, mümkün, olası, mümkündür, mümkün olan, muhtemel

δυνατός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
провідний, витривалий, підсилений, ведучий, добрячий, енергійний, дужий, гарний, сильний, могутність, можливий, можливу, можливе, можлива, потенційний

δυνατός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fortë, fuqishëm, i mundshëm, i mundur, mundur, e mundur, jetë e mundur

δυνατός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
възможен, възможно, е възможно, възможно най, възможна

δυνατός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
моцны, магчымы, магчымую, магчымая, магчымае, патэнцыйны

δυνατός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tarmukas, vägev, liigkasu, võimalik, võimalikult, võimaliku, võimalike, võimalikku

δυνατός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čvrst, moćan, ogroman, silan, slikovit, moćni, snažna, kršan, jak, jake, bodar, snažan, glomazan, moguće, moguća, je moguće, moguć, to moguće

δυνατός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ríkur, mögulegt, hægt, mögulegt er, unnt, hægt er

δυνατός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pollens, strenuus, firmus, potens, fortis, durus, validus

δυνατός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
galingas, stiprus, grynas, galimas, įmanoma, galima, galimybę

δυνατός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
varens, spēcīgs, stiprs, iespējams, iespējas, iespējama, iespēju

δυνατός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
можно, е можно, можни, можна, можните

δυνατός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tare, masiv, puternic, posibil, posibilă, este posibil, posibile, posibila

δυνατός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
silna, čvrst, močan, mogoče, možna, mogoča, možno

δυνατός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mocný, výkonný, energický, ohromný, silný, silné, dôrazný, mohutný, možný, možné, možná, potenciálny, je možný

Στατιστικά δημοτικότητας: δυνατός

Τυχαίες λέξεις