Обезьянничать στα ελληνικά

Μετάφραση: обезьянничать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πίθηκος, μιμούμαι, πίθηκο, πιθήκου, ape
Обезьянничать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • благоухание στα ελληνικά - οσμή, άρωμα, ευωδιά, αρώματος, αρωμάτων, αρώματα
  • брань στα ελληνικά - ορκίζομαι, καυγάς, επίπληξη, καυγαδίζω, διαπληκτίζομαι, κατάχρηση, λοιδορία, ...
  • выжимка στα ελληνικά - ξεχείλισμα, υπερχείλισης, υπερχείλιση, υπερχειλίσεως, την υπερχείλιση
  • двудольный στα ελληνικά - δίλοβο
Τυχαίες λέξεις
Обезьянничать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πίθηκος, μιμούμαι, πίθηκο, πιθήκου, ape