Обеспечивать στα ελληνικά

Μετάφραση: обеспечивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρέχω, αντίκρισμα, ασφαλίζω, κατακρατώ, εγγυώμαι, εχέγγυο, διασφαλίζω, εγγύηση, εύρημα, βεβαιώνομαι, βρίσκω, κρατώ, βεβαιώνω, εδραιώνω, ανεύρεση, εξακολουθώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή
Обеспечивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гирлянда στα ελληνικά - στεφάνι, κλοπιμαία, swag, κλοπιμαία για, τα κλοπιμαία, με τα κλοπιμαία
  • гулкий στα ελληνικά - κούφιος, τρανταχτός, κοίλος, υπόκωφος, βαθουλωμένος, θορυβώδης, βροντερός, ...
  • демонстрирует στα ελληνικά - παραστάσεις, δείχνει, επιδείξεις, εκπομπές, παρουσιάζει
  • деньги στα ελληνικά - κέρμα, συνάλλαγμα, ώχρα, ανταλλάσσω, δολάριο, μάλαμα, λεφτά, ...
Τυχαίες λέξεις
Обеспечивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρέχω, αντίκρισμα, ασφαλίζω, κατακρατώ, εγγυώμαι, εχέγγυο, διασφαλίζω, εγγύηση, εύρημα, βεβαιώνομαι, βρίσκω, κρατώ, βεβαιώνω, εδραιώνω, ανεύρεση, εξακολουθώ, παρέχουν, παρέχει, να παρέχουν, παράσχει, παροχή