Обесплодить στα ελληνικά

Μετάφραση: обесплодить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποστειρώνω, obesplodit
Обесплодить στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бутон στα ελληνικά - πρωτοεμφανίζομαι, μπουμπούκι, οφθαλμός, bud, γενέσει, οφθαλμό
  • взвесь στα ελληνικά - ανακοπή, αναστολή, εναιώρημα, ανάρτηση, αναστολής, αιώρημα
  • вирши στα ελληνικά - άτεχνη ποίηση
  • гудящий στα ελληνικά - βουητό, humming, βουίσει, να βουίσει, βόμβος
Τυχαίες λέξεις
Обесплодить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποστειρώνω, obesplodit