Обилие στα ελληνικά
Μετάφραση: обилие, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γονιμότητα, εύρος, ευγονία, άφθονος, πλούτος, ευφορία, πολλά, αφθονία, πολλοί, πλάτος, πλούτη, συρροή, άφθονο, πολλές, την αφθονία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бирма στα ελληνικά - Βιρμανία, Βιρμανίας, τη Βιρμανία, της Βιρμανίας, Μπούρμα
- великовозрастный στα ελληνικά - μεστός, ωριμάζω, ώριμος, ενήλικος, ενήλικας, μεστώνω, κατάφυτος, ...
- востоковедческий στα ελληνικά - ανατολικός, ανατολίτικος, Oriental, Ανατολικών, Ανατολίτικο, ανατολίτικη
- детонатор στα ελληνικά - πυροκροτητής, πυροκροτητή, πυροκροτητού, πυροκροτητών, πυροκροτητές
Τυχαίες λέξεις
Обилие στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γονιμότητα, εύρος, ευγονία, άφθονος, πλούτος, ευφορία, πολλά, αφθονία, πολλοί, πλάτος, πλούτη, συρροή, άφθονο, πολλές, την αφθονία
Μεταφράσεις: γονιμότητα, εύρος, ευγονία, άφθονος, πλούτος, ευφορία, πολλά, αφθονία, πολλοί, πλάτος, πλούτη, συρροή, άφθονο, πολλές, την αφθονία