Обмывать στα ελληνικά
Μετάφραση: обмывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύνω, πλένω, λούζομαι, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взъерошенный στα ελληνικά - αναμαλλιασμένος, ατημέλητα, disheveled, ατημέλητο, ατημέλητες
- восторгать στα ελληνικά - εντρυφώ, ευφροσύνη, χαρά, ηδονή, είσοδος, απόλαυση, ευχαρίστηση, ...
- глубже στα ελληνικά - βαθύτερη, βαθύτερα, βαθύτερο, πιο βαθιά, βαθύτερες
- градуировать στα ελληνικά - αποφοιτώ, διαμετρώ, απόφοιτος, πτυχιούχος, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακούς
Τυχαίες λέξεις
Обмывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, λούζομαι, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, λούζομαι, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος