Обновлять στα ελληνικά

Μετάφραση: обновлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβαίνω, ανακαινίζω, προχωρώ, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης
Обновлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • автопилот στα ελληνικά - αυτόματο, αυτοματικός, αυτόματο πιλότο, αυτόματου πιλότου, αυτόματος πιλότος, του αυτόματου πιλότου
  • брататься στα ελληνικά - συναδελφώνομαι, συναδελφούμαι, αδελφοποιώ, συναδελφωθούν, φιλικές σχέσεις
  • горделивый στα ελληνικά - αλαζόνας, περήφανος, ψηλός, αλαζονικός, καμαρωτός, υπεροπτικός, υπερόπτης, ...
  • дизентерия στα ελληνικά - δυσεντερία, δυσεντερίας, δυσεντερίας των, η δυσεντερία, της δυσεντερίας
Τυχαίες λέξεις
Обновлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβαίνω, ανακαινίζω, προχωρώ, ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημερωμένη έκδοση, ενημερωμένη, ενημερωμένης έκδοσης