Обозреватель στα ελληνικά

Μετάφραση: обозреватель, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναθεωρώ, κριτική, ρεπόρτερ, παρατηρητής, σχολιαστής, ανασκόπηση, δημοσιογράφος, ανασκοπώ, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο
Обозреватель στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • биться στα ελληνικά - μάχομαι, διαταράσσω, δέρνω, χτυπώ, μάντρα, νικώ, λίμπρα, ...
  • вотан στα ελληνικά - γυναίκα, Woden
  • выделительный στα ελληνικά - απεκκριτικό, απεκκριτικού, απεκκριτικών, απέκκρισης-, απεκκριτικοα
  • дробинка στα ελληνικά - πυροβολισμός, πυροβόλησα, σκάγια, πυροβολώ, σφαιρίδιο, ίζημα, σβώλος, ...
Τυχαίες λέξεις
Обозреватель στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναθεωρώ, κριτική, ρεπόρτερ, παρατηρητής, σχολιαστής, ανασκόπηση, δημοσιογράφος, ανασκοπώ, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο