Оборачиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: оборачиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κύκλος, στρίβω, στροφή, υποστηρίζω, σειρά, περιστρέφω, περιστρέφομαι, κυκλοφορώ, πλάτη, ενισχύω, τρέχω, στρέφομαι, στρηφογυρίζω, στρέφονται, γυρίζουν, να κυλιούνται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- владение στα ελληνικά - τιμαλφή, αμπάρι, κατοχή, προσταγή, διατάζω, αρμοδιότητα, περιουσία, ...
- герань στα ελληνικά - γεράνι, γερανίου, γερανιού, γερανιών, το γεράνι
- доходчивый στα ελληνικά - ευκρινής, σαφής, νοητός, κατανοητή, κατανοητό, κατανοητές, εύληπτο
- дурнеть στα ελληνικά - χάνω, χάνουν, χάσουν, χάσετε, χάσει, να χάσουν
Τυχαίες λέξεις
Оборачиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κύκλος, στρίβω, στροφή, υποστηρίζω, σειρά, περιστρέφω, περιστρέφομαι, κυκλοφορώ, πλάτη, ενισχύω, τρέχω, στρέφομαι, στρηφογυρίζω, στρέφονται, γυρίζουν, να κυλιούνται
Μεταφράσεις: κύκλος, στρίβω, στροφή, υποστηρίζω, σειρά, περιστρέφω, περιστρέφομαι, κυκλοφορώ, πλάτη, ενισχύω, τρέχω, στρέφομαι, στρηφογυρίζω, στρέφονται, γυρίζουν, να κυλιούνται