Оборонять στα ελληνικά
Μετάφραση: оборонять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, προστατεύω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- вычитание στα ελληνικά - αφαίρεση, έκπτωση, αφαίρεσης, την αφαίρεση, αφαιρέσεως, της αφαίρεσης
- графа στα ελληνικά - τομή, πορεία, επικεφαλίδα, κολόνα, στήλη, τμήμα, στήλης, ...
- гусиный στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
- женщина-летчик στα ελληνικά - γυναίκα πιλότο
Τυχαίες λέξεις
Оборонять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, προστατεύω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση
Μεταφράσεις: υπερασπίζω, υπερασπίζομαι, αμύνομαι, προστατεύω, υπερασπιστεί, υπερασπιστούν, υπερασπίσει, υπερασπιστούμε, την υπεράσπιση