Оборудовать στα ελληνικά

Μετάφραση: оборудовать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μηχανεύομαι, διορίζω, εργαλείο, μηχανικός, ορίζω, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
Оборудовать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • безоговорочно στα ελληνικά - άνευ όρων, ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτη
  • гасить στα ελληνικά - φυσώ, χτύπημα, σβήνω, κατάσβεση, σβήσει, σβήσουν, την κατάσβεση, ...
  • длиннота στα ελληνικά - longueurs
  • ершистый στα ελληνικά - τριχωτός, τριχωτό, τριχωτών, τριχωτά, εκ τριχωτών
Τυχαίες λέξεις
Оборудовать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μηχανεύομαι, διορίζω, εργαλείο, μηχανικός, ορίζω, εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν