Обоснованный στα ελληνικά

Μετάφραση: обоснованный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχύων, μόλις, δίκαιος, εφικτός, αιτιολογημένη, αιτιολογημένης, αιτιολογημένες, αιτιολογημένο, αιτιολογημένου
Обоснованный στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • батопорт στα ελληνικά - υδατοστεγές κιβώτιο, caisson, κιβωτοειδές στοιχείο, κιβωτοειδές, τύπου κώδωνα
  • беркшир στα ελληνικά - Berkshire, μπέρκσαϊρ, της Berkshire, Μπερκσάιρ, η Berkshire
  • впутаться στα ελληνικά - παίρνω, αποκτώ, embroiling
  • дьявольщина στα ελληνικά - devilry, σκανδαλιά, δαιμονισμός
Τυχαίες λέξεις
Обоснованный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχύων, μόλις, δίκαιος, εφικτός, αιτιολογημένη, αιτιολογημένης, αιτιολογημένες, αιτιολογημένο, αιτιολογημένου