Обособленность στα ελληνικά
Μετάφραση: обособленность, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποκόλληση, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- воспрещающий στα ελληνικά - απαγορεύει, που απαγορεύει, απαγορεύουσα, της απαγορεύσεως, οποία απαγορεύει
- доплестись στα ελληνικά - σέρνω, doplestis
- ежедневно στα ελληνικά - καθημερινός, καθημερινά, καθημερινή, ημερήσια, καθημερινές, ημερήσιες
- заботить στα ελληνικά - ανησυχία, ενδιαφέρον, παρενοχλώ, ανησυχώ, κόπος, ταλαιπωρία, ενοχλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Обособленность στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποκόλληση, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση
Μεταφράσεις: αποκόλληση, απομόνωση, απομόνωσης, την απομόνωση, μεμονωμένα, η απομόνωση