Обособлять στα ελληνικά

Μετάφραση: обособлять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαχωρίζω, εξέδρα, απομονώνω, χωρίζω, ξεχωριστός, χωριστός, ιδιαίτερος, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει
Обособлять στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • гуманистический στα ελληνικά - ανθρωπιστική, ουμανιστική, ανθρωπιστικό, ανθρωπιστικά, ανθρωπιστικές
  • детерминизм στα ελληνικά - αιτιοκρατία, ντετερμινισμού, ντετερμινισμό, ντετερμινισμός, αιτιοκρατίας
  • донжуан στα ελληνικά - ερωτοτροπών, philanderer
  • драпироваться στα ελληνικά - τυλίγω, κουρτίνα, drape, ιματίου, ντραπέ, πάνα
Τυχαίες λέξεις
Обособлять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαχωρίζω, εξέδρα, απομονώνω, χωρίζω, ξεχωριστός, χωριστός, ιδιαίτερος, απομονώσουμε, απομονώσει, απομονώσουν, απομονώνουν, απομονώνει