Обострять στα ελληνικά
Μετάφραση: обострять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κλιμακώνομαι, οξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, τονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- административно-хозяйственный στα ελληνικά - διαχειριστικός, διοικητική, διοικητικών, διοικητικές, διοικητικής, διοικητικά
- артрит στα ελληνικά - αρθρίτιδα, αρθρίτιδας, αρθρίτιδος, την αρθρίτιδα, της αρθρίτιδας
- выдумка στα ελληνικά - ρομάντζα, τέχνασμα, σχεδιασμός, κουραφέξαλα, σύλληψη, υπεκφεύγω, φαντασία, ...
- заваляться στα ελληνικά - βρίσκομαι, διανύω, παραμένω, είμαι, είναι, να, να είναι, ...
Τυχαίες λέξεις
Обострять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κλιμακώνομαι, οξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, τονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν
Μεταφράσεις: κλιμακώνομαι, οξύνω, ακονίζω, επιδεινώνω, τονίζω, ξύνω, οξύνει, οξύνουν, εντείνει, ακονίσουν