Λέξη: ανθρωπιστικός

Σχετικές λέξεις: ανθρωπιστικός

ανθρωπιστικός συνώνυμο

Μεταφράσεις: ανθρωπιστικός

ανθρωπιστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
humane, humanitarian, humanistic, humanist, a humanitarian

ανθρωπιστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humano, humanitario, humanitaria, humanitarias, humanitaria de, humanitarios

ανθρωπιστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
humanitär, humanitären, humanitäre, humanitärer, der humanitären

ανθρωπιστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
humaniste, humanitaire, humain, charitable, bon, humanitaires

ανθρωπιστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umanitario, umanitaria, umanitari, umanitarie

ανθρωπιστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
humano, humanitário, humanitária, humanitárias, humanitários

ανθρωπιστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
menselijk, humaan, humanitaire, humanitair, de humanitaire, van humanitaire, voor humanitaire

ανθρωπιστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
человеческий, гуманный, человечный, гуманитарный, гуманитарное, гуманитарной, гуманитарная, гуманитарного

ανθρωπιστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
humanitær, humanitære, humanitært, den humanitære

ανθρωπιστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
humanitära, humanitär, humanitärt, det humanitära, den humanitära

ανθρωπιστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
humaani, inhimillinen, humanitaarinen, humanitaarisen, humanitaarista, humanitaaristen, humanitaariseen

ανθρωπιστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
humanitær, humanitære, den humanitære, humanitært

ανθρωπιστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lidský, humanistický, humánní, laskavý, humanitní, humanitární, humanitárního, humanitárních, humanitárním

ανθρωπιστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
humanitarny, ludzki, humanistyczny, humanitarnej, humanitarna, humanitarną, humanitarne

ανθρωπιστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
humán, humánus, emberséges, humanitárius, a humanitárius, emberbaráti

ανθρωπιστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
insancıl, insani, insani yardım, insani bir

ανθρωπιστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
людяний, гуманний, гуманітарний, гуманітарне, гуманітарну, гуманітарна, гуманітарного

ανθρωπιστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
humanitar, humanitare, humanitare e, humanitar i

ανθρωπιστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хуманитарен, хуманитарна, хуманитарната, хуманитарно, хуманитарни

ανθρωπιστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гуманітарнае, гуманітарную, гуманітарная, гуманітарны

ανθρωπιστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
humaanne, humanitaarne, humanitaar-, humanitaarabi, humanitaarõiguse, humanitaarsetel, humanitaarolukorra

ανθρωπιστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čovječan, humanitarac, humanitarna, humanitarni, humanitarnog, humanitarnu

ανθρωπιστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mannúðar-, mannúðar, mannúðarmálum, mannúðarástæðum, mannúðarmál

ανθρωπιστικός στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
humanus

ανθρωπιστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
humanitarinis, humanitarinės, humanitarinė, humanitarinę, humanitarin

ανθρωπιστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cilvēcīgs, humanitārs, humānās, humānā, humāno, humanitārā

ανθρωπιστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хуманитарна, хуманитарни, хуманитарно, хуманитарната, хуманитарните

ανθρωπιστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
umanitar, umanitare, umanitară, umanitara

ανθρωπιστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
humanitarna, humanitarno, humanitarne, humanitarnih, humanitarni

ανθρωπιστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
humanitní, humanitárne, humanitárna, humanitárnu, humanitárnej, humanitárnou
Τυχαίες λέξεις