Обрушиваться στα ελληνικά
Μετάφραση: обрушиваться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκπίπτω, πέφτω, καταρρέω, προέρχομαι, πτώση, σωριάζομαι, πέσει σε, πέσει στην, υπάγονται στην, πτώση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- адаптировать στα ελληνικά - διασκευάζω, προσαρμόζω, προσαρμοστούν, προσαρμόσει, προσαρμόζει, προσαρμόσουν, προσαρμόζουν
- активизация στα ελληνικά - ενεργοποίηση, επίταση, εντατικοποίηση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση
- блуждает στα ελληνικά - περιπλανιέται, περιφέρεται, περιπλανάται, wanders, περιδιαβαίνει
- долговременный στα ελληνικά - μόνιμος, μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη, μακροχρόνια, μακροπρόθεσμες, μακροπρόθεσμων
Τυχαίες λέξεις
Обрушиваться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκπίπτω, πέφτω, καταρρέω, προέρχομαι, πτώση, σωριάζομαι, πέσει σε, πέσει στην, υπάγονται στην, πτώση των
Μεταφράσεις: εκπίπτω, πέφτω, καταρρέω, προέρχομαι, πτώση, σωριάζομαι, πέσει σε, πέσει στην, υπάγονται στην, πτώση των