Обсасывать στα ελληνικά

Μετάφραση: обсасывать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θηλάζω, ρουφώ, γλείφω, αναμασώ
Обсасывать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • вытереться στα ελληνικά - στεγνός, ξηρός, σκουπίζω, σκουπίστε, σκουπίσετε, σκουπίσει, σκουπίζετε
  • гибельный στα ελληνικά - ουσιώδης, άσχημος, ζωτικός, θανατηφόρος, καταστροφικός, ολέθριος, κακός, ...
  • доброжелательно στα ελληνικά - ευγενικά, ευγενώς, παρακαλούνται, καλοσύνη, την καλοσύνη
  • дозатор στα ελληνικά - Αεροζόλ, μπολάκι, δοσιμετρικόν, Batcher, στοιβάξεως
Τυχαίες λέξεις
Обсасывать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θηλάζω, ρουφώ, γλείφω, αναμασώ