Обтяжка στα ελληνικά
Μετάφραση: обтяжка, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γδέρνω, δέρμα, προβιά, φαρδιά, εφαρμοστά, εφαρμοστά στο, είναι εφαρμοστά στο, στενή προσαρμογή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- благоприличие στα ελληνικά - ευπρέπεια, ευπρέπειας, την ευπρέπεια
- бороздчатый στα ελληνικά - furrowed, αυλάκια, αυλακωμένο, αυλακώνονται, με αυλάκια
- выборочный στα ελληνικά - επιλεκτικός, εκλεκτικός, επιλεκτική, επιλεκτικής, επιλεκτικό, εκλεκτική
- дефинитивный στα ελληνικά - οριστικός, οριστικού, οριστική, οριστικό, οριστικών
Τυχαίες λέξεις
Обтяжка στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γδέρνω, δέρμα, προβιά, φαρδιά, εφαρμοστά, εφαρμοστά στο, είναι εφαρμοστά στο, στενή προσαρμογή
Μεταφράσεις: γδέρνω, δέρμα, προβιά, φαρδιά, εφαρμοστά, εφαρμοστά στο, είναι εφαρμοστά στο, στενή προσαρμογή