Обучать στα ελληνικά
Μετάφραση: обучать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάλλειμα, αμαξοστοιχία, προκρίνομαι, σπάζω, τρένο, εκπαιδεύω, άσκηση, τριβελίζω, διδάσκω, διάλειμμα, τροχός, μορφώνω, αντεπίθεση, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аэрация στα ελληνικά - εξαερισμός, αερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
- бодец στα ελληνικά - καθοδηγώ, κεντρίζω, βουκέντρο, παροτρύνω, goad, βουκέντρα, μαστίγιο
- буффонада στα ελληνικά - φιέστα, βωμολοχίες, buffoonery, καραγκιοζιλίκια, τσαρλατανισμός, χονδρά αστεία
- демонстративный στα ελληνικά - αιχμηρός, μυτερός, εμφατικός, εκδηλωτικός, επιδεικτικών, επιδεικτική, επιδεικτικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Обучать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αμαξοστοιχία, προκρίνομαι, σπάζω, τρένο, εκπαιδεύω, άσκηση, τριβελίζω, διδάσκω, διάλειμμα, τροχός, μορφώνω, αντεπίθεση, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Μεταφράσεις: διάλλειμα, αμαξοστοιχία, προκρίνομαι, σπάζω, τρένο, εκπαιδεύω, άσκηση, τριβελίζω, διδάσκω, διάλειμμα, τροχός, μορφώνω, αντεπίθεση, τραίνο, σταθμό, αμαξοστοιχίας