Обучить στα ελληνικά
Μετάφραση: обучить, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προκρίνομαι, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Μεταφράσεις
- аденоидный στα ελληνικά - αδενοειδής, αδενοειδές, adenoid, αδενοειδή, αδενοειδών εκβλαστήσεων
- беззастенчивый στα ελληνικά - ιταμός, ασύστολος, αδιάντροπος, ξετσίπωτος, αναίσχυντος, ξεδιάντροπη, αναίσχυντη, ...
- будда στα ελληνικά - Βούδας, Βούδα, Φο, του Βούδα, buddha
- доморощенный στα ελληνικά - ωμός, αρχέγονος, πρωτόγονος, χονδροειδής, ακατέργαστος, home-grown, γηγενείς, ...
Τυχαίες λέξεις
Обучить στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, αμαξοστοιχίας
Μεταφράσεις: προκρίνομαι, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, τρένο, τραίνο, αμαξοστοιχία, σταθμό, αμαξοστοιχίας