Обшаркивать στα ελληνικά

Μετάφραση: обшаркивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συμπλοκή, ξεφτίζω, φορώ, obsharkivat
Обшаркивать στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • бар στα ελληνικά - χάνι, πρεβάζι, μπαρ, κάγκελο, φράζω, χείλος, εμποδίζω, ...
  • барсук στα ελληνικά - παρενοχλώ, ασβός, ασβού, badger, ασβών, ασβό
  • гадко στα ελληνικά - ρυπαρώς
  • гурт στα ελληνικά - όμιλος, σύμπλεγμα, λάκκος, συγκρότημα, συρρέω, ορυχείο, ομάδα, ...
Τυχαίες λέξεις
Обшаркивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συμπλοκή, ξεφτίζω, φορώ, obsharkivat