Оголять στα ελληνικά
Μετάφραση: оголять, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γυμνώνω, γυμνός, απογυμνώνω, εκδύω
Μεταφράσεις
- барс στα ελληνικά - πάνθηρας, ουγκιά, λεοπάρδαλη, leopard, λεοπάρδαλης, λεοπάρ
- грузоподъемник στα ελληνικά - ασανσέρ, περονοφόρα, περονοφόρο, περονοφόρου, περονοφόρο ανυψωτικό, περονοφόρα εμπρόσθιας φόρτωσης Ωφέλιμο
- доказательство στα ελληνικά - μαρτυρώ, κλειδί, διαφωνία, απόδειξη, μαρτυρία, μάρτυρας, ίχνος, ...
- женственность στα ελληνικά - γυναίκα, θηλυκότητα, θηλυκότητας, θηλυκότητά, τη θηλυκότητα, τη θηλυκότητά
Τυχαίες λέξεις
Оголять στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γυμνώνω, γυμνός, απογυμνώνω, εκδύω
Μεταφράσεις: γυμνώνω, γυμνός, απογυμνώνω, εκδύω