Одевание στα ελληνικά
Μετάφραση: одевание, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέσιμο, τουαλέτα, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- апериодический στα ελληνικά - απεριοδικός, απεριοδικές, απεριοδικής, απεριοδικό, απεριοδικά
- бездыханный στα ελληνικά - λαχανιασμένος, κομμένη την ανάσα, με κομμένη την ανάσα, ανάσα, λαχανιάζετε
- блок στα ελληνικά - τροχαλία, συνασπισμός, μονάδα, φραγμός, κουβάς, στηρίγματα, μπλοκ, ...
- головной στα ελληνικά - εγκεφαλικός, πρώτος, στρατηγός, πρωταρχικός, πρωτεύουσα, κύριος, κυριότερος, ...
Τυχαίες λέξεις
Одевание στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέσιμο, τουαλέτα, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος
Μεταφράσεις: δέσιμο, τουαλέτα, σάλτσα, ντύσιμο, επιδέσμου, dressing, επίδεσμος