Одеревенелый στα ελληνικά
Μετάφραση: одеревенелый, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άκαμπτος, απαθής, αλύγιστος, ισχυρός, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Μεταφράσεις
- брызгать στα ελληνικά - ραντιστήρι, πιτσιλίζω, πασπαλίζω, πασπάλισμα, αεριωθούμενο, ραντίζω, πετώ, ...
- буек στα ελληνικά - σημαδούρα, σημαντήρα, πλωτήρα, σημαντήρας, Πλωτήρας
- гольф στα ελληνικά - γκολφ, Γήπεδο, Golf, του γκολφ, γήπεδα
- дозатор στα ελληνικά - Αεροζόλ, μπολάκι, δοσιμετρικόν, Batcher, στοιβάξεως
Τυχαίες λέξεις
Одеревенелый στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άκαμπτος, απαθής, αλύγιστος, ισχυρός, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο
Μεταφράσεις: άκαμπτος, απαθής, αλύγιστος, ισχυρός, δύσκαμπτος, σκληρός, άκαμπτο, δύσκαμπτο