Одеться στα ελληνικά
Μετάφραση: одеться, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φόρεμα, ντύνω, βάζω, τοποθετώ, ντύνομαι, ντυθείς, ντυθώ, να ντυθεί, να ντυθείς, ντυθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- аспирантский στα ελληνικά - μεταπτυχιακός, μεταπτυχιακές, μεταπτυχιακών, μεταπτυχιακό, μεταπτυχιακά
- бедствующий στα ελληνικά - άπορος, μαστίζονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένους, πλήττονται από τη φτώχεια, εξαθλιωμένοι, πληγεί από τη φτώχεια
- бюджетный στα ελληνικά - χαμηλό κόστος, χαμηλού κόστους, το χαμηλό κόστος, χαμηλού κόστους με ανταπόκριση, χαμηλού κόστους με
- вор-карманник στα ελληνικά - δύτης, πορτοφολάς, βουτώ, καταφερτζής, Hustler, το Hustler, hustler που, ...
Τυχαίες λέξεις
Одеться στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνω, βάζω, τοποθετώ, ντύνομαι, ντυθείς, ντυθώ, να ντυθεί, να ντυθείς, ντυθεί
Μεταφράσεις: φόρεμα, ντύνω, βάζω, τοποθετώ, ντύνομαι, ντυθείς, ντυθώ, να ντυθεί, να ντυθείς, ντυθεί