Одинарный στα ελληνικά
Μετάφραση: одинарный, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μονός, μονόκλινος, μόνος, ανύπαντρος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Μεταφράσεις
- библиотекарь στα ελληνικά - βιβλιοθηκάριος, βιβλιοθηκονόμος, βιβλιοθηκονόμο, βιβλιοθηκονόμου, βιβλιοθηκάριο
- гнусавость στα ελληνικά - σουσουνίζω, ρωθωνίζω, ηχηρά αναπνοή, ομιλώ ερινώς
- двухтактный στα ελληνικά - Ξύλινα παιχνίδια
- завершает στα ελληνικά - ολοκληρώνει, συμπληρώνει, ολοκληρώσει, ολοκληρωθεί, ολοκληρώνεται
Τυχαίες λέξεις
Одинарный στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μονός, μονόκλινος, μόνος, ανύπαντρος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Μεταφράσεις: μονός, μονόκλινος, μόνος, ανύπαντρος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας