Одолжение στα ελληνικά
Μετάφραση: одолжение, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραφείο, χάρη, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, θώκος, ευνοώ, σέρβις, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- беспечно στα ελληνικά - επιπόλαια, ελαφρώς, απρόσεκτα, απερίσκεπτα, απρόσεχτα, πλημμελή, ανέμελα
- вивисекция στα ελληνικά - ζωοτομία, ζωοτομίας, τη ζωοτομία, η ζωοτομία, πειράματα στα ζώα
- вспахивать στα ελληνικά - οργώνω, αλέτρι, όργωμα, το όργωμα, οργώματος, άροση, άροσης
- девичник στα ελληνικά - κότα, όρνιθα, κότας, ορνίθων, όρνιθας
Τυχαίες λέξεις
Одолжение στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραφείο, χάρη, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, θώκος, ευνοώ, σέρβις, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ
Μεταφράσεις: γραφείο, χάρη, υπηρεσία, εξυπηρέτηση, ρουσφέτι, θώκος, ευνοώ, σέρβις, εύνοια, ευνοούν, ευνοεί, ευνοήσει, υπέρ