Λέξη: ηλεκτρίζω

Συνώνυμα: ηλεκτρίζω

εξηλεκτρίζω

Μεταφράσεις: ηλεκτρίζω

ηλεκτρίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
electrify

ηλεκτρίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
electrificar, electrizar, electrificación, electrify, la electrificación

ηλεκτρίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
elektrifizieren, elektrisieren, Elektrifizierung, zu elektrifizieren, zu elektrisieren

ηλεκτρίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
électrisent, électrisons, électrisez, électriser, électrifier, électrification, électrification de, l'électrification

ηλεκτρίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
elettrificare, elettrizzare, electrify, elettrificazione, elettrizzato

ηλεκτρίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
electricidade, electrizar, electrificar, eletrificar, eletrizar, electrificação

ηλεκτρίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
elektrificeren, elektriseren, elektriseer, te elektrificeren, elektrificatie van

ηλεκτρίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
электрифицировать, электризовать, наэлектризовать, возбуждать, электрификации, электрификацию, электрификация

ηλεκτρίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elektrifisere, elektrifisering, å elektrifisere

ηλεκτρίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
elektrifiera, electrify, elektrifierar, elektrifieringen, elektrifiering

ηλεκτρίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sähköistää, sähköistys, electrify, sähköistys voidaan, sähköistävät

ηλεκτρίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elektrificere, electrify, sætte strøm, elektrificeringen, elektrificerer

ηλεκτρίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zelektrizovat, uchvátit, elektrizovat, elektrifikovat, elektrifikaci, nadchnout, elektrizaci

ηλεκτρίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
elektryzować, naelektryzować, zelektryzować, elektryfikować, zelektryfikować, elektryzuje, elektryzują

ηλεκτρίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
felvillanyoz, villamosítását, villamosít, villamosíthatnak, felvillanyozó

ηλεκτρίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
heyecanlandırmak, heyecanlandırıyorsun, electrify, elektriklendirmek

ηλεκτρίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
електрифікуйте, збуджувати, електрифікувати

ηλεκτρίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
elektrifikoj, të elektrifikoj, elektrizoj

ηλεκτρίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
електрифицирам, наелектризирам, наелектризира, електрифицира, електрифициране

ηλεκτρίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
электрыфікаваныя

ηλεκτρίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
elektrifitseerima, laadima, innustama, elektriseerima, elektrima, Sähköistää, elektriseerige

ηλεκτρίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
elektrifikovati, electrify, naelektriziralo, naelektrizirati

ηλεκτρίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rafvæða, að rafvæða

ηλεκτρίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
elektrifikuoti, įelektrinti, elektrizuoti, Elektrizēt, Elektrificēt

ηλεκτρίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
elektrizēt, elektrificēt, elektrifikācija, uztraukt

ηλεκτρίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
наелектризира, електрифицирање, ги наелектризира, електрифицирам, ќе ги наелектризира

ηλεκτρίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
electrifica, electrificarea, electriza, electrizeze, electrify

ηλεκτρίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Naelektrizirati, elektri, electrify

ηλεκτρίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zelektrizovať, elektrifikácia, elektrifikovať
Τυχαίες λέξεις