Одурманивать στα ελληνικά
Μετάφραση: одурманивать, Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ρωσικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπερδεύω, συγχέω, αποβλακώνω, ντοπάρω, ανακατεύω, μεθύσκω, ζαλίζω, befuddle, αποχαύνωση, μπερδέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- взаимозависимость στα ελληνικά - συσχέτιση, αλληλοεξάρτηση, αλληλεξάρτηση, αλληλεξάρτησης, αλληλεξαρτήσεως, την αλληλεξάρτηση
- выздоравливающий στα ελληνικά - ανάκτηση, την ανάκτηση, ανάκτησης, ανάκτηση των, ανακτήσεως
- глобус στα ελληνικά - υφήλιος, σφαίρα, κόσμο, πλανήτη, υδρόγειο, υφήλιο
- дура στα ελληνικά - χαζός, βλάκας, κοροϊδεύω, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους
Τυχαίες λέξεις
Одурманивать στα ελληνικά - Λεξικό: ρωσικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπερδεύω, συγχέω, αποβλακώνω, ντοπάρω, ανακατεύω, μεθύσκω, ζαλίζω, befuddle, αποχαύνωση, μπερδέψει
Μεταφράσεις: μπερδεύω, συγχέω, αποβλακώνω, ντοπάρω, ανακατεύω, μεθύσκω, ζαλίζω, befuddle, αποχαύνωση, μπερδέψει